συμπεθεριάζω

συμπεθεριάζω
συμπενθεριάζω ΝΜ [συμπε(ν)θερία]
είμαι ή γίνομαι συμπέθερος
νεοελλ.
παροιμ. φρ. «αν δεν ταιριάζανε, δεν θα συμπεθεριάζανε» — δηλώνει ότι κάθε άνθρωπος συναναστρέφεται με τους ομοίους του, δηλαδή με εκείνους που τού ταιριάζουν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συμπεθεριάζω — συμπεθεριάζω, συμπεθέριασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συμπεθεριάζω — βλ. συμπεθερεύω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συγγαμβρεύω — Μ [σύγγαμβρος] συμπεθεριάζω …   Dictionary of Greek

  • συμπεθερεύω — Ν [συμπέθερος] συμπεθεριάζω …   Dictionary of Greek

  • συμπεθεριάσματα — τα, Ν [συμπεθεριάζω] το να συμπεθεριάζει κανείς …   Dictionary of Greek

  • συμπεθεριαστής — ο, Ν [συμπεθεριάζω] προξενητής …   Dictionary of Greek

  • συμπενθεριάζω — Μ βλ. συμπεθεριάζω …   Dictionary of Greek

  • συμπεθερεύω — και συμπεθεριάζω συμπεθέρεψα και συμπεθέριασα, γίνομαι συμπέθερος, γίνομαι συγγενής κάποιου εξ επιγαμίας: Με το γάμο των παιδιών τους συμπεθέριασαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”